- αποκηρος
- ἀπόκηροςἀπό-κηρος2неподвластный смерти Emped.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόκηρος — ἀπόκηρος, ον (Α) όποιος δεν υπόκειται στο μοιραίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κηρ, κηρός «θάνατος»] … Dictionary of Greek